- ἀκάνθης
- ἄκανθαthornfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
ACANTHOS — Graece Α῎κανθος, seu Α᾿κανθῶν πόλις, Urbs Aegypti, non procul a Memphi, in eodem latere, Libyco videlicet ab arbore Aegypti celebri, quae ἄκανθος, h. e. Spina, nomen adepta, quod in eâ esset spinae Thebaicae ingens lucus. Stephanus, Α῎κανθος,… … Hofmann J. Lexicon universale
άκαρνα — ἄκαρνα, η (Α) είδος ακάνθης (Θεόφραστος) ή δάφνης (Ησύχιος). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με το ἄκαστος* «σφένδαμνος» (< *άκαρ στος) καθώς και με τα λατ. αcer ris, αρχ. άνω γερμ. ahorn «σφένδαμνος» κ.ά., δηλ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα aker… … Dictionary of Greek
ακάνθινος — η, ο και αγκάθινος, η, ο (Α ἀκάνθινος, ίνη, ον) [ἄκανθα] φτιαγμένος με αγκάθια «ακάνθινο στεφάνι», «πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον» αρχ. 1. κατασκευασμένος από την αιγυπτιακή «ἄκανθα» (είτε από το ξύλο τού δέντρου είτε από το εσωτερικό τού φλοιού)… … Dictionary of Greek
εξάνθημα — το (AM ἐξάνθημα) [εξανθώ] δερματική αλλοίωση, μικρό ερυθρηματώδες έλκος, πληγή αρχ. μσν. άνθος («ἀκάνθης λευκὸν ἐξάνθημα», Ευστ.) αρχ. μτφ. τα πάθη («χρηστῆς φύσεως οἷον ἐξανθήματα», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
μήριγξ — μῆριγξ και σμῆριγξ, ἡ (Α) 1. σκληρή τρίχα, γουρουνότριχα 2. (κατά τον Ησύχ.) α) (ο τ. μῆριγξ) «ἄκανθα γινομένη ἐν τοῑς ἐρίοις τῶν προβάτων» β) (ο τ. σμῆριγξ) «πόα καὶ εἶδος ἀκάνθης, σμήριγγες πλεκταί, σειραί, βόστρυχοι, καὶ τῶν κυνῶν ἐν τοῑς… … Dictionary of Greek
ομόπλοκος — ὁμόπλοκος, ον (Α) 1. αυτός που είναι πλεγμένος μαζί με κάτι άλλο («στέφος ὀξυέθειρον ὁμόπλοκον εἶχεν ἀκάνθης», Νόνν.) 2. μτφ. αυτός ο οποίος ανήκει στην ίδια ομάδα, στην ίδια συντροφιά με έναν άλλο («καὶ ἐγὼ ὅθ ὁμόπλοκος ὑμῑν», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
πάππος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πολλοί τον ταυτίζουν με τον Χύτρωνα της Κύπρου, που χειροτόνησε τον Επιφάνιο. Η μνήμη του τιμάται στις 3 Ιουνίου. * * * ο, ΝΜΑ, πάπος, Α 1. ο πατέρας τού πατέρα ή τής μητέρας σε σχέση με τα τέκνα τους, ο… … Dictionary of Greek
σκολιόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, ΜΑ σγουρομάλλης αρχ. (για φυτά) αυτός που έχει κατσαρά φύλλα («σκολιότριχος ἄνθος ἀκάνθης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «καμπύλος» + θρίξ, τριχός] … Dictionary of Greek
φυσώ — φυσῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. φυσῶ, έω, Α [φῡσα] 1. παράγω, προξενώ αέρα 2. (για άνεμο) πνέω 3. (για πρόσ.) κατευθύνω ρεύμα αέρα προς μία κατεύθυνση με το στόμα ή με φυσερό 4. προσπαθώ να ανάψω ή να δυναμώσω τη φωτιά με φύσημα (α. «φύσα λίγο τη… … Dictionary of Greek